- κληματόδεσις
- κληματόδεσιςwicker hurdlefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κληματόδεσις — κληματόδεσις, ἡ (Α) πλέγμα από κληματίδες, από λυγαριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, ατος + δεσις (< δέσις < δέω (II) «δένω»), πρβλ. πρόσ δεσις, σύν δεσις] … Dictionary of Greek